- χρηστήρ
- -ῆρος, ὁ, Ααυτός που δίνει χρησμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήρ*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηστήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστῆρος — χρηστήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χρηστήρ, με επίθημα τωρ (πρβλ. οἰκη τήρ: οἰκή τωρ)] … Dictionary of Greek